Κυρίες και Κύριοι
Το 1900, ο Λόρδος Κέλβιν ένας από τους μεγαλύτερους Φυσικούς έκανε μια βαρυσήμαντη επισήμανση: «Δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο πια για να το ανακαλύψουμε στη Φυσική. Το μόνο που απομένει είναι να βελτιώσουμε τις μετρήσεις μας με ακρίβεια περισσότερων δεκαδικών ψηφίων». Πέντε χρόνια μετά ένας νεαρός, ο Αλμπερτ Αϊνστάϊν, έφερε ένα σοβαρό πλήγμα στη Νευτώνεια Φυσική, καταθέτοντας στην παγκόσμια κοινότητα τη Θεωρία της Σχετικότητας. Λίγα χρόνια αργότερα λες και η Ιστορία μονίμως μας ειρωνεύεται, ήρθε μια πλειάδα νεώτερων Φυσικών, όπως ο ντε Μπρολί, ο Σρέντιγκερ, ο Χάϊζεμπεργκ και ο Ντυράκ, οι οποίοι με την Κβαντική θεωρία, θα ανέτρεπαν, ότι είχε απομείνει από το Νευτώνειο κόσμο αλλά και θα τάραζαν ακόμα και τον Αινστάιν.
Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά, θα σκεφτείτε, αλλά τι σχέση έχουν με την 28η Οκτωβρίου;
Αν συνειδητοποιήσουμε πως, ό,τι συμβαίνει στη Φυσική, μπορεί αναλογικά να συμβεί στην Πολιτική, ή την Ιστορία των λαών, τότε θα καταλάβουμε τη σχέση για την οποία κατ’ αρχήν απορούμε. Θα δούμε δηλαδή σημεία, συγκυρίες και καταστάσεις, όπου παύει να ισχύει αυτό που «υπό κανονικές συνθήκες» φαίνεται προφανές και λογικό. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, στιγμές όπου το «αυτονόητο» και κυρίως αυτό που δίνει την εντύπωση μιας μη ανατρέψιμης αλήθειας, τελικά μπορεί και ανατρέπεται. Τότε ενεργοποιούνται όχι απλώς κάποια κίνητρα που βρίσκονται πέρα από την κοινή λογική, αλλά αρχίζουν να ισχύουν οι κανόνες μιας άλλης λογικής. Στην Πολιτική, λένε πολλές φορές, ότι οι συσχετισμοί ισχύος, είναι αυτοί που επιτρέπουν σε ένα λαό να κάνει συγκεκριμένες επιλογές και του απαγορεύουν κάποιες άλλες. Το τίμημα για όποιον λαό αψηφά τους συσχετισμούς αυτούς, συνήθως είναι η ήττα, η υποδούλωση και κάποιες φορές ο αφανισμός. Αλλά, όπως μαθαίνουμε από την ίδια την λειτουργία του κόσμου, και φάνηκε από τα παραδείγματα των ανατροπών στη Φυσική, αυτό δεν ισχύει πάντα. Το διαπιστώνουμε από την ίδια την πατρίδα μας, η οποία κατάφερε να δείξει πως υπάρχουν φορές, που η λογική της ισχύος και των συσχετισμών, αποδεικνύεται στείρα, λανθασμένη και μυωπική. Ένα από τα πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα που προσφέρει η Ελληνική Ιστορία στον κόσμο των ανατροπών, αρχίζει το φθινόπωρο του 1940. Τότε που η Γερμανία του Χίτλερ και η Ιταλία του Μουσολίνι, δηλαδή οι δυνάμεις του Άξονα, σάρωναν την Ευρώπη. Η Ελλάδα, που βρέθηκε μπροστά στην κατάσταση αυτή έπρεπε να κάνει ένα ερώτημα. «Με ποια πλευρά θα μπω στον Πόλεμο»; Για να λέμε την αλήθεια, τη στιγμή εκείνη ουσιαστικά δεν υπήρχαν «δύο πλευρές» για να διαλέξει κανείς τη μία. Υπήρχε μόνο ο Άξονας που νικούσε παντού, έλεγχε τα πάντα στην Ευρώπη και ετοιμαζόταν να επεκταθεί ακόμα παραπέρα. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε μια Αγγλία, ταπεινωμένη και καθημαγμένη, που αντιστεκόταν μεν, αλλά δεν είχε τίποτε να προσφέρει, στους όποιους δυνητικούς συμμάχους της. Ήταν και η τότε Σοβιετική Ένωση, που φοβόταν όμως ότι σύντομα θα έρθει η σειρά της. Και έτσι, μπορεί να ετοιμαζόντανε μυστικά για να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη Γερμανική επίθεση, αλλά τυπικά, ήταν «διπλωματικός φίλος» της Γερμανίας. Δεν μας το αναφέρουν συχνά, όμως, η τέως Σοβιετική Ένωση, έστελνε «συγχαρητήρια τηλεγραφήματα» στο Βερολίνο, μετά από κάθε σαρωτική νίκη της Βέρμαχτ. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι ΗΠΑ συμπαραστέκονταν υλικά και ηθικά στη Βρετανία, αλλά τυπικά ήταν ακόμα ουδέτερες και δεν φαινόταν εύκολο, ότι θα ξεπερνούσαν την ουδετερότητα. Ο νόμος περί υποχρέωσης στρατιωτικής θητείας και γενικής επιστράτευσης, ψηφίστηκε στο Αμερικανικό Κογκρέσο, το επόμενο καλοκαίρι του 1941, δηλαδή τρείς μήνες πριν από το Πέρλ Χάρμπορ και μόλις με μια ψήφο διαφορά.
Και όμως, εκείνη την παράξενη στιγμή, που η ισχύς του Άξονα φαινόταν άκαμπτη και ανίκητη, η Ελλάδα, με ένα εντελώς παλαβό και έξω από κάθε συμβατική λογική τρόπο, επέλεξε να αντισταθεί αποφασιστικά, αδιαπραγμάτευτα και ανυποχώρητα. Είμαστε με τα καλά μας; Πού πάμε; Τι ακριβώς σκεφτήκαμε; Άραγε σκεφτήκαμε καθόλου; Αυτό που όλοι αντιλαμβανόμαστε είναι πως σύμφωνα με τα συμβατικά μέτρα, είναι βέβαιο πως θα χαρακτηρίζαμε την επιλογή της Ελλάδας «εντελώς παράλογη». Αν υπήρχαν τότε επαγγελματίες αναλυτές και τεχνοκράτες της διαχείρισης κρίσεων, σαν αυτούς που κάνουν παρέλαση στα κανάλια σχεδόν καθημερινά, και που έχουν πάντα ένα επιτηδευμένο σοβαρό ύφος και βαρύνουσα άποψη, μάλλον θα εισηγούνταν ομόφωνα, μια διαφορετική τακτική, δηλαδή θα έλεγαν να κάνουμε αυτό που έκανε η Δανία. Τι ήταν αυτό που έκανε η Δανία; Η Δανία απλούστατα, παραδόθηκε αμαχητί! Ένας, προσέξτε ένας μόνο Γερμανός μοτοσικλετιστής μπήκε στη χώρα και μετέφερε στον Βασιλιά της, το αίτημα του Χίτλερ. Ο Χίτλερ ζητούσε την διέλευση των ναζιστικών στρατευμάτων από το έδαφος της χώρας. Ο βασιλιάς της Δανίας τότε, είπε «ναι», και μάλιστα ως ένδειξη υποταγής, παρέδωσε το στέμμα του στον μοτοσικλετιστή, ο οποίος το πήγε στο Βερολίνο για να το δώσει στον Χίτλερ! Η Ελλάδα δεν ακολούθησε το παράδειγμα της Δανίας. Η Ελλάδα αντιστάθηκε, υπέφερε τα πάνδεινα τα επόμενα χρόνια, αλλά κατάφερε τελικά να βγει κερδισμένη στην κρίση της Ιστορίας. Έχει πάντως ενδιαφέρον, να δούμε τη στάση που τήρησαν και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί. Το Βέλγιο αμύνθηκε επί 18 ημέρες, η Ολλανδία επί 4 ημέρες. Για την Δανία τα είπαμε. Η Γαλλία, αντιστάθηκε στη γραμμή Μαζινό επί 43 ημέρες. Είναι γνωστό το ερώτημα των Γάλλων στρατιωτών: “Pourquoi?”. Ρωτούσαν οι άνθρωποι, γιατί να πολεμήσουν. Ήταν ένα ερώτημα που ερχόταν ως φυσικό επακόλουθο του πνεύματος του «διεθνισμού» το οποίο κυριαρχούσε, που όμως δεν εμπόδισε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες να καταστούν αποικιοκρατικές στο πνεύμα της επέκτασης του «ζωτικού τους χώρου». Η απίθανη Τουρκία δεν πολέμησε ποτέ. Βεβαίως οι διπλωμάτες της, ανέπτυξαν έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα. Πέτυχαν να διατηρήσουν τη χώρα τους ανέπαφη και ισορρόπησαν σε δύο βάρκες ( Σας θυμίζει άραγε κάτι αυτό από τη σημερινή συμπεριφορά της? ). Τελικά η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία αλλά το έκανε μετά τη λήξη του! Μεγάλη πλάκα έχουν τελικά ορισμένες χώρες, μέσα στην τραγικότητά τους!
Η Ελλάδα πάντως τόλμησε να πει το «όχι», δια στόματος του Ιωάννη Μεταξά. Και δεν το είπε μόνο για την τιμή των όπλων. Απώθησε τον επίδοξο κατακτητή πέρα από τα σύνορά της. Ακόμα και όταν ανέλαβε δράση η βαριά πολεμική μηχανή των Ναζί, ο Έλληνας έδειξε ότι υπερασπίζεται τη χώρα του με κάθε θυσία, επειδή όπως λέει και ο Αισχύλος «εμείς, σε αντίθεση προς τους βαρβάρους, ποτέ δεν μετρήσαμε τον εχθρό στη μάχη». Στο σημείο αυτό, πρέπει να κάνουμε μια επισήμανση σχετικά με το μπέρδεμα που πολλές φορές μας εγκλωβίζει και που αφορά στο ερώτημα ‘ποιος είπε τελικώς το ΟΧΙ’. Στο ξεμπέρδεμα θα μας βοηθήσει, ελπίζω, το δίδαγμα μιας ιστοριούλας. Είναι μια διήγηση του Δημοσθένη, γνωστή με τον τίτλο «περί όνου σκιάς». Τι λέει λοιπόν αυτή ; Ακούστε : Κάποιος επώνυμος Αβδηρίτης νοίκιασε ένα γαϊδουράκι για να μεταφέρει αυτόν και τις αποσκευές του σε άλλη πόλη. Περπατώντας σε ένα ξερό και άνυδρο τοπίο, θέλησε το μεσημέρι να ξεκουραστεί. Κάθισε λοιπόν στη σκιά του ζώου. Ο αγωγιάτης τότε, δηλαδή ο ιδιοκτήτης του γαϊδαράκου, ζήτησε επιπλέον αμοιβή από τον Αβδηρίτη, για την ευεργετική σκιά που του πρόσφερε το γαϊδουράκι. Ο Αβδηρίτης όμως αρνήθηκε να του πληρώσει περισσότερα χρήματα θεωρώντας παράλογη την απαίτηση. Έτσι η διαφορά τους οδηγήθηκε στα δικαστήρια και μετά από αλλεπάλληλες δικαστικές αποφάσεις, έφθασε ως τη Βουλή των τετρακοσίων. Εν τω μεταξύ, η πόλη είχε αναστατωθεί και σχεδόν είχε παραλύσει, λόγω του ότι οι πολίτες, είχαν διαιρεθεί σε δυο στρατόπεδα. Τους «Σκιερούς», δηλαδή τους οπαδούς της σκιάς του γαϊδουριού, που έλεγαν πως η σκιά είναι αυθύπαρκτη και αυτοτελής, κάτι δηλαδή ξεχωριστό από τον γάιδαρο, άρα έπρεπε να πληρωθεί επιπλέον, και τους «Ονικούς», δηλαδή εκείνους που υπεραμύνονταν της έννοιας του γαϊδουριού, ως συνολικής και ενιαίας υπόστασης, και που έλεγαν πως στην συμφωνηθείσα συναλλαγή, περιλαμβάνονταν προφανώς και η σκιά του γαϊδάρου. Λέγεται όμως, ότι προτού λήξει η δίκη, την λύση έδωσαν κάποιοι άγνωστοι, που εξόντωσαν τον ατυχή γαϊδαράκο και έτσι, μη υπάρχοντος του πειστηρίου, η υπόθεση ετέθη στο αρχείο. Ακολουθώντας και εμείς τους προγόνους μας, πολλές φορές μόνο κατά τις αδυναμίες τους, επικεντρώνουμε την προσοχή μας στο να θέτουμε κάποια παράξενα και εν τέλει επουσιώδη ερωτήματα που μας διχάζουν. Ένα από αυτά είναι το [ποιος είπε το «όχι»]. Απαντώντας ότι «το όχι το είπε ο λαός» αισθανόμαστε μια βαθιά ικανοποίηση. Όμως, η πραγματικότητα είναι, πως Ιστορικά το «όχι» το είπε ο Μεταξάς. Το αν το είπε υπό την πίεση των Άγγλων, μέσω της Αυλής ή με την συναίσθηση ότι αποτελούσε παλλαϊκή επιθυμία ή επειδή δεν ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει αμαχητί την πατρίδα του σε αλαζόνες ομοϊδεάτες του, είναι υπό ιστορική ανάλυση και έρευνα. Μπορεί να συνέτρεχαν και οι τρεις λόγοι, χωρίς κανείς από αυτούς όμως να αναιρεί τους υπόλοιπους δύο. Συνεπώς αντί να συζητούμε «περί όνου σκιάς», καλό είναι να εστιάσουμε στο πραγματικά κρίσιμο ερώτημα, που δεν είναι ποιος είπε το ΟΧΙ αλλά: Γιατί ελέχθη «όχι»; Και, τι θα συνέβαινε, στην θέση του ήταν το «ναι»; Το τι θα συνέβαινε αν λέγαμε «ναι» μπορεί κανείς να το καταλάβει από τα αποτελέσματα του πολέμου για τους συμμάχους του Άξονα. Όμως το «όχι», το καταλαβαίνει ο Έλληνας πολύ καλύτερα, ίσως επειδήεξακολουθεί και στις μέρες μας να είναι επιθυμητό ως απάντηση, σε ιταμές αξιώσεις των απανταχού «εχθρών», «φίλων» ή «συμμάχων» όταν προσπαθούν να συντρίψουν, τα εθνικά μας δίκαια! Μπορεί να πέρασαν χρόνια από τότε αλλά η Ιστορία επιμένει να μας θυμίζει πως υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα, κάποιοι ενδοτικοί κυβερνώντες, που θα ρυθμίζουν την προσωπική τους πορεία στηριζόμενοι στο γεγονός, ότι ο λαός μας δίνει στους τρέχοντες καιρούς μάχες οπισθοφυλακής. Και όμως, ακόμα και σε αυτούς τους καιρούς, βρίσκει κανείς ενεργό σε ορισμένους ηγέτες και σε μεγάλη μερίδα του λαού, το ασίγαστο όπλο, που το λένε «φιλότιμο», και το οποίο, προκειμένου να κρατήσει, σε πείσμα πολλών, ως κορυφαίο το νόημα του «αμύνεσυθαι περί πάτρης», εξακολουθεί κάτω από την ευμάρεια ή πίσω από το πνεύμα ενός αρρωστημένου διεθνισμού ακόμα και μέσα σε έναν υπερβάλλοντα καταναλωτισμό, να έχει ένα «ΟΧΙ» κάπου βαλμένο, έτοιμο να ειπωθεί ξανά. Η Ελλάδα τάχθηκε τότε με τους μελλοντικούς νικητές του Πολέμου, μπαίνοντας ταυτόχρονα σε μια μεγάλη περιπέτεια. Μετά από τη νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού στα βουνά της Αλβανίας και την ταπείνωση της Ιταλίας του Μουσολινι, υφίσταται την επίθεση του Γερμανικού στρατού τον Απρίλιο του 1941 και μετά από μεγάλη ομολογουμένως αντίσταση υποκύπτει. Έξη μήνες αργότερα, ξεσηκώνεται και ένα ανεπανάληπτο κίνημα ενάντια στους κατακτητές που αγκαλιάζει ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο. Την ίδια εποχή, ο ελεγχόμενος από τις κατοχικές δυνάμεις επίσημος τύπος, επιχειρεί να κάμψει στο φρόνημα του λαού με μια προπαγάνδα, που είχε «τετράγωνη» λογική και για αυτό ήταν δύσκολο να της αντισταθεί κάνεις. Η υποταγή, η παθητικότητα, ο καιροσκοπισμός και η μοιρολατρία, έμοιαζαν ορθολογικά θεμελιωμένες. Κάτω από την πίεση μιας τέτοιας προπαγάνδας η αντίσταση, φάνταζε «παράλογη» και «τυχοδιωκτική». Ο ελληνικός λαός άκουσε «τη φωνή της λογικής», αλλά τελικά επέλεξε τη «φωνή της καρδιάς» και του φρονήματός του. Σήμερα είμαστε όλοι υπερήφανοι για την «παράλογη» εκείνη επιλογή. Και αντιμετωπίζουμε με περιφρόνηση την «τετράγωνη λογική» των εντεταλμένων κονδυλοφόρων της τότε Κατοχής, αλλά και της κάθε κατοχής.
Όμως το ερώτημα παραμένει. Είναι σφάλμα να υπολογίζει κανείς προσεκτικά τους συσχετισμούς ισχύος; Είναι λάθος να επιλέγει κανείς την πολιτική που ελαχιστοποιεί τις ζημιές σε μια κρίση; Άραγε, στα μεγάλα θέματα πολιτικής, πώς πρέπει να αποφασίζουμε; Με το μυαλό ή με το συναίσθημα; Και τι θα πει αλήθεια «να υποτάσσουμε το συναίσθημα στη λογική»;
Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς πάντα, και φυσικά δεν γίνεται να απαντά με τον ίδιο τρόπο, επειδή η Ιστορία μπορεί, όπως λέμε, να επαναλαμβάνεται, αλλά οι στιγμές της, είναι εντελώς διαφορετικές από εποχή σε εποχή, όπως άλλωστε είναι διαφορετικοί και οι άνθρωποι. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως κάποιες κοινωνίες έχουν νου, αλλά έχουν και φλογερή καρδιά. Διαθέτουν σκέψη, αλλά έχουν και υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη. Έχουν φόβους, έχουν ελαττώματα, έχουν μικρότητες, έχουν σύνδρομα αυτοκαταστροφής, αλλά την ίδια στιγμή έχουν αρετές, ελπίδες και όνειρα, έχουν προσδοκίες για τους ανθρώπους τους και τα παιδιά τους. Έχουν αξίες, αισθητική, και εξάρσεις αυτοθυσίας. Κάποιες ανθρώπινες κοινωνίες λοιπόν, ιδιαίτερα σε συνθήκες υπέρτατης κρίσης, μπορεί να αποφασίζουν και με το συναίσθημα. Γιατί τελικά, αν αφαιρέσετε τις αξίες, τα υψηλά φρονήματα, το όραμα, την ελπίδα και την καλλιέργεια, δεν μένει τίποτε «ανθρώπινο», σε μια κοινωνία. Το σίγουρο είναι λοιπόν πως οι Έλληνες – σε κρίσιμες στιγμές – δεν άφησαν τη λογική να υποτάξει το συναίσθημα. Ίσως για το λόγο αυτό μπορέσαμε σε κάποιο ζηλευτό ακόμα βαθμό να διασώσουμε την ανθρωπιά μας. Η Ελευθερία που οι έλληνες προασπίστηκαν με τον μοναδικό τους τρόπο, προβλήθηκε εκ νέου στον κόσμο και επανακαθόρισε τους αρμούς με τους οποίους οικοδομήθηκε αυτό που ονομάζουμε σύγχρονος Πολιτισμός στη Δύση και όχι μόνο σε αυτή … Αυτό δεν είναι άρνηση της Λογικής. Είναι μια άλλη Λογική. Δεν είναι η λογική της καθημερινότητας και ασφαλώς δεν είναι η λογική των «κανονικών συνθηκών»… Είναι η Λογική που γεννιέται σε ακραίες καταστάσεις μεγάλων στιγμών, όπως αυτές κατά τις οποίες οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Εκεί, όπου δεν μετράνε οι ακαδημαϊκού τύπου λεπτές ισορροπίες. Εκεί, που μετράνε τα μεγάλα άλματα και οι υπερβάσεις της μικρότητας, της ατομικότητας και της καθημερινότητας. Εκεί που ο Άνθρωπος αναμετράται με τον εαυτό του και τον ξεπερνά. Εκεί που ο καθένας παλεύει με τη μοίρα του και την υποτάσσει στη θέλησή του. Εκεί που ο Άνθρωπος διαλέγει την Ελευθερία και την πραγματώνει, ακόμα κι αν αυτή του την επιλογή την πληρώνει ακριβά. Όπως λοιπόν συμβαίνει στις κλίμακες των μεγάλων γαλαξιακών μαζών και των υψηλών ταχυτήτων, εκεί που βλέπει κανείς στην αγκαλιά της ταχύτητας του φωτός, να αργοσβήνει η ισχύς της Νευτώνειας Φυσικής και να ανασταίνεται η Γενική Σχετικότητα του καμπυλωμένου χωροχρόνου, έτσι ακριβώς, και στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές των σπουδαίων λαών, παύουν να ισχύουν οι προσεκτικοί υπολογισμοί ισχύος, εξισορρόπησης συσχετισμών και ελαχιστοποίησης ζημιών. Εκεί αλλάζουν οι κανόνες συμπεριφοράς και ο λαός γίνεται «παρανοϊκός». Στην πραγματικότητα, δεν «χάνει το μυαλό του». Στην πραγματικότητα, ανακαλύπτει τον εαυτό του. Σήμερα, κάτω από το άγρυπνο μάτι μιας καλπάζουσας πραγματικότητας, γεμάτης από ορατούς αλλά και αόρατους εν πολλοίς εχθρούς, μεγαλώνουν γενιές νέων ανθρώπων που βομβαρδίζονται από ιδέες, ορισμένες από τις οποίες είναι κάπως παράξενες, αλλόκοτες, στριφνές και από άλλες που είναι μεγαλειώδεις και λαμπερές. Οι γενιές αυτές λοιπόν, οι γενιές ενός παράξενου «σήμερα», που του ρίχνουμε καμιά φορά αναθέματα για να αποφύγουμε τις δικές μας ευθύνες για τον τρόπο λειτουργίας του, πρέπει να θυμούνται, πως οι ιδέες δεν υπάρχουν από μόνες τους. Υπάρχουν όταν έχουμε ανθρώπους να τις κουβαλούν. Πολλές φορές αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει. Άλλες πάλι φορές, επειδή το μπόι είναι μικρό και αυτές είναι μεγάλες, ξεχειλίζουν και γίνονται πράξη ηρωική γεμίζοντας την Ιστορία. Ας το βάλουμε λοιπόν καλά στο μυαλό μας, για να συνειδητοποιήσουμε πως, από τις πιο μικρές ως τις πιο μεγάλες ηλικίες, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο μπόι υπάρχει πάντα το περιθώριο του μεγαλείου. Επειδή ο όντως άνθρωπος, όσο και αν πολεμιέται από το Κακό, είναι γεμάτος Δημιουργία και Παράδεισο. Και ο Παράδεισος πάντα νικάει στο τέλος, όσο και αν το Κακό φαίνεται ανίκητο.
Κλείνοντας αυτό το σύντομο αφιέρωμα, εκτός από την επανάληψη μιας ευχής που κάνουμε όλοι μέσα μας, κάθε φορά, και που λέει, να μη χρειαστεί, ποτέ ξανά, να ξεφύγουμε από την βολική θαλπωρή της καθημερινότητάς μας, ας θυμηθούμε να ανασύρουμε από τη βιβλιοθήκη το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη με τίτλο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» και κάπου – κάπου να το διαβάζουμε. Οι στίχοι του, που αποπνέουν Ελευθερία και Χάρη, Αλήθεια και Μεγαλοσύνη, αφιερώνονται σε έναν ηρωικό ανθυπολοχαγό, που πολεμά στην Αλβανία. Σε έναν ανθυπολοχαγό, που ανυψώνεται από τον ηρωισμό του, και που μαζί του ανασταίνονται όλοι οι ανθυπολοχαγοί της ιστορίας, αλλά και της ζωής μας γενικότερα. Με λίγους από τους στίχους του ποιήματος αυτού, και με ένα βουβό εσωτερικό «Ζήτω», που θα είναι σαν ευχή και προσευχή για την διαρκώς προσδοκώμενη νέα ανάσταση αυτής της μεγαλειώδους πατρίδας, θα κλείσει η αυλαία της σημερινής ομιλίας …
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα, στα ήσυχα μαλλιά …
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς, στο αριστερό του αυτί …
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά …
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά…
Mοιάζει ρολόι αγγέλου, που εσταμάτησε.
Μόλις είπανε «γεια παιδιά», τα ματοτσίνορα και η απορία μαρμάρωσε…
Κυρίες και κύριοι,
Ας ευχηθούμε να είναι τα Χρόνια της πατρίδας μας Πολλά και Ευλογημένα. Να είμαστε και εμείς όλοι, γεροί, ώστε την επόμενη χρονιά, με τη βοήθεια του Θεού, να θυμηθούμε πάλι τα μεγάλα και τα σπουδαία. Επειδή, το ξέρουμε όλοι καλά, πως, χωρίς μνήμη δεν συντηρείται η αιωνιότητα …